Το μηδέν του μυαλού

Ο ανθρώπινος νους, όπως και η φύση, μισεί το τίποτα και προσπαθεί πάντα να το γεμίσει με κάτι. Ο μακαρίτης Douglas Adams, στην τριλογία του «Οδηγός για οτοστόπ στον Γαλαξία»
(The hitch-hiker's guide to the galaxy), περιγράφει μια επαναστατική τεχνολογία, μέσω της οποίας κάποιοι εξωγήινοι κατορθώνουν να κάνουν τα διαστημόπλοιά τους αόρατα: τα καλύπτουν με ένα πεδίο SEP, από τα αρχικά των λέξεων Somebody Else's Problem (Το πρόβλημα κάποιου άλλου). Μερικές φορές, βέβαια, ο νους «εξαφανίζει» πράγματα που υπάρχουν. Η όραση «εξαφανίζει» από το οπτικό μας πεδίο τη μύτη μας, επειδή ο εγκέφαλος την θεωρεί άνευ σημασίας.
Οι νευρολόγοι έχουν αποδείξει ότι βλέπουμε μόνον ό,τι αλλάζει. Οτιδήποτε μένει σταθερό απλά δεν το βλέπουμε, ωστόσο ο εγκέφαλός μας το «συνθέτει», δίνοντάς μας την εντύπωση ότι υπάρχει. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που οι μύστες του Ζεν ­ και όχι μόνον ­ θεωρούν τον νου ως το κατεξοχήν εμπόδιο στην πραγματική αντίληψη του κόσμου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούν τον διαλογισμό, του οποίου υπέρτατος σκοπός είναι να ενωθούμε με το παν, που δεν είναι τίποτα άλλο ­ ναι, το μαντέψατε ­ από το κενό. Η απουσία των πραγμάτων, αλλά και των προσώπων, μας κινεί την περιέργεια. Επιστρέφουμε στο σπίτι, και φωνάζουμε «αγάπη μου ήρθα!» περιμένοντας απάντηση, η οποία όταν δεν έρθει μας βάζει πάντα σε υποψίες. Αντικείμενα εξαφανίζονται και ψάχνουμε μια λογική αιτία, συνήθως έναν κλέφτη.
Ο διάσημος νευρολόγος Oliver Sacks περιγράφει μια προσωπική του εμπειρία όταν, κυνηγημένος από έναν ταύρο (!), έπεσε και έσπασε το πόδι του. Του συνέβη τότε, καθώς το πόδι του βρισκόταν τυλιγμένο στον γύψο για ημέρες, να νιώσει ότι δεν είχε πόδι! Το πόδι του είχε «εξαφανιστεί», υπήρχε μια τρύπα στη συνείδησή του, όπως στην περίπτωση της αμνησίας. Δεν χρειάζεται όμως κανείς να νοσήσει για να εκτιμήσει την αντιπαλότητα ανάμεσα στο τίποτα και στον νου. Η επιστήμη είναι μια πνευματική περιπέτεια του νου, καθώς προσπαθεί να γεμίσει τα κενά ή τα υποθετικά ράφια σε ένα κοσμικό γραφείο αναζήτησης χαμένων αντικειμένων και ιδεών. Οι βιολόγοι μελετούν χαμένους κρίκους στην εξέλιξη, χαμένα κλαδιά στα γενεαλογικά δέντρα των ειδών, χαμένα απολιθωμένα κόκκαλα, ουρές, σαγόνια.
Οι χημικοί ανακάλυψαν πολλά χημικά στοιχεία, επειδή «έλειπαν» από τον περιοδικό πίνακα και άρα έπρεπε να «υπάρχουν». Και οι φυσικοί, όπως θα δούμε σε λίγο, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να αναζητούν το κενό στις διάφορες εκφάνσεις του. Για παράδειγμα, τα σωματίδια που ονομάζονται νετρίνα και για τα οποία ειδική μέριμνα έχει ληφθεί στα βάθη της θάλασσας έξω από την Πύλο. Εκεί, ένας τεράστιος ανιχνευτής αναζητά ίχνη από αυτά τα μυστηριώδη, μικρά και τιποτένια, σημεία στον χωροχρόνο. Ή τα «γκραβιτόνια», σωματίδια που υποτίθεται ότι μεταφέρουν τη δύναμη της βαρύτητας και προβλέπονται από τη θεωρία, ωστόσο παραμένουν άφαντα έως σήμερα.